- όσος
- -η, -ο (ΑΜ ὅσος, -η, -ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, -η, -ον)(αναφ. αντων.)1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα έχεις κι εσύ» β. «τοσοῡτον ὄχλον καὶ παρασκευήν, ὅσην...», Δημοσθ.)2. (συχνά εκφέρεται μαζί με ουσ. ως επιθ. προσδ.) καθένας, οποιοσδήποτε (α. «κι όσοι κλέφτες τ' ακούσανε, πάνε να προσκυνήσουν», δημ. τραγούδιβ. «τῆς ἤτοι φωνὴ μὲν ὅση σκύλακος νεογιλῆς γίγνεται», Ομ. Οδ.)3. όλος, ολόκληρος («τής δάνεισα όσα χρήματα είχα»)4. (η αιτ. τού εν. και πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) όσο(ν) και όσαα) (ως ποσοτικό) τόσο πολύ, στον βαθμό που (α. «είναι όμορφη όσο καμιά άλλη» β. «οὐ μέντοι ἐγὼ τόσον αἴτιος εἰμι ὅσσον oἱ ἄλλοι», Ομ. Ιλ.)β) (σε συνεκφορά με πρόθεση) i) εφ' όσον, ἐς ὅσονστον βαθμό που ή κατά τον χρόνο πουii) εν όσωκατά τον χρόνο που5. (με διάφορα μόρια ως μία λ.) οσοσδήποτε, οσηδήποτε, οσοδήποτεόσος και αννεοελλ.1. (η αιτ. εν. τού ουδ. ως επίρρ.) α) σε οποιαδήποτε ποσότητα, πλήθος, μέγεθος, ένταση («στού κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα» — λέγεται για άτομο που ματαιοπονεί, παροιμ. φρ.)β) (με χρον. σημ.) i) έως ότου («όσο να πεις κύμινο έφτασα»)ii) (ως χρον. σύνδ.) κατά τον χρόνο που («όσο είμαι γερός θα δουλεύω»)2. φρ. α) «όσον αφορά» ή «όσο για» — σε σχέση με, ως προςβ) «όσον το κατ' εμέ» — στον βαθμό που εξαρτάται από μέναγ) «όσο νά 'ναι» — οπωσδήποτε ή παρ' όλα αυτάδ) «όσο να πεις» — ό,τι και να πεις, παρ' όλα αυτάε) «όσοόσο» και «όσα-όσα» — σε οποιαδήποτε, ιδίως χαμηλή, τιμήστ) «όσο το δυνατόν» και «όσο μπορεί» και «όσο γίνεται» — στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμόζ) «όσα μπουν και όσα βγουν» και «όσα πάνε και όσα 'ρθούνε» — λέγεται για κάποιον που αδιαφορεί για οτιδήποτεη) «όσο παίρνει» — στον βαθμό που είναι δυνατόν3) (με διάφορες προθέσεις) εφ' όσον και καθ' όσοναφού, επειδή («εφ' όσον με είδες, έπρεπε να μού μιλήσεις»)αρχ.1. χρησιμοποιείται με την αντων. τις για δήλωση αόριστου μεγέθους ή ποσού, ιδίως σε πλάγ. ερωτ. («ὅσον τι δένδρον... γίγνεται», Ηρόδ.)2. (με επίθ. ή επίρρ. θετ. ή υπερθ. βαθμού) όσο το δυνατόν πιο... (α. «ὅσας ἂν πλείστας δύνωνται καταστρέφεσθαι τῶν πολίων», Ηρόδ.β. «καταίθειν τὸν πανοῡργον, πυρπολεῑν θ' ὅσον τάχος»Αριστοφ.)3. (με διάφορα μόρια) α) (σε συνεκφορά) i) «ὅσος ἄν» — οσοδήποτε μεγάλοςii) «ὅσος δή» — όσο μεγάλος ή όσο πολύςβ) (ως μία λ.) i) ὁσοσδηοῡνόσο μεγάλος, όσο ευρύςii) ὁσοσδηποτοῡνόσο πολύς και ανiii) ὁσοσοῡν, ὁσηοῡν, ὁσονοῡν και ιων. τ. ὁσοσῶν, ὁσονῶνόσο μικρόςiv) ὅσοσπερ, ὅσηπερ, ὅσονπερτόσο πολύς όσο ή τόσο μεγάλος όσο4. (η αιτ. εν και πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) α) (με απρμφ.) τόσο ώστε ναβ) (με ποσοτική σημ.) πόσο πολύγ) μόνο τόσο όσοδ) λίγοε) (με επίθ. που δηλώνει ποιότητα ή με επίθ. θετ., συγκριτ. ή υπερθ. βαθμού) καθ' όσον, εφ' όσονστ) (με διάφορα αρνητ. μόρια) i) «ὅσον οὐ» ή «ὁσονού» και ιων. τ. «ὁσονῶν» — παρά λίγο, σχεδόνii) «ὅσον (ούκ) ἤδη» — αμέσως, πάραυταiii) «ὅσον οὐδέπω» — τώρα αμέσως, εντός ολίγουiv) «οὐχ ὅσον... ἀλλ' οὐδέ» — όχι μόνο, αλλ' ούτε καιν) «ὅσον μή» — πλην όμως ότιζ) (με απρμφ.) τόσο, όσο είναι αρκετό για να5. (η δοτ. τού ουδ. ὅσῳ με συγκριτ. το οποίο ακολουθείται από άλλο συγκριτ. μαζί με το τοσούτῳ) όσο περισσότερο... τόσο...6. φρ. α) «ὅσον (τε)» — σχεδόν, περίπουβ) «ὅσα (περ)» — όπως ακριβώς, καθώςγ) «ὑπερφυής ὅσος» — υπερβολικά μεγάλοςδ) «ὅσον τὸ σὸν μέρος» — όσο εξαρτάται από εσέναε) «ὅσον καθ' ἕν' ἄνδρα» — όσο εξαρτάται από τη δύναμη ενός άνδραστ) «ὅσα ἔτη» — κάθε έτος χωριστάζ) «ὅσοι μῆνες» — κάθε μήνα χωριστάη) «ὅσαι ἡμέραι» — κάθε μέρα χωριστά, καθημερινά.[ΕΤΥΜΟΛ. Η αντων. έχει σχηματιστεί από το θ. τής αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος, η, ο) με επίθημα -yος (πρβλ. τόσος)].
Dictionary of Greek. 2013.